- ἀσεβῶ
- ἀσεβέωto be impiouspres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀσεβέωto be impiouspres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασεβώ — ασεβώ, ασέβησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασεβώ — (AM ἀσεβῶ, έω) [ασεβής] φέρομαι με ασέβεια προς τον Θεό ή προς ό,τι είναι άξιο σεβασμού … Dictionary of Greek
συνασεβώ — έω, Α [ἀσεβῶ] ασεβώ από κοινού με άλλον ή ασεβώ κατά τον ίδιο τρόπο με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
παρασεβώ — έω, Α ασεβώ, γίνομαι ανίερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀσεβῶ] … Dictionary of Greek
ασέβημα — ἀσέβημα, το (Α) [ασεβώ] η ασεβής, η ιερόσυλη πράξη («τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ἀσεβήματα») … Dictionary of Greek
ασεβής — ές και άσεβος, η ο (AM ἀσεβής, ές) αυτός που δεν σέβεται τα θεία, ο βέβηλος ή ο ιερόσυλος νεοελλ. 1. αυτός που φέρεται με ασέβεια προς τους άξιους σεβασμού 2. αυτός που εκδηλώνει ασέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασεβής < α στερ. + σεβής < σέβας, ενώ… … Dictionary of Greek
ασεπτώ — ἀσεπτῶ ( έω) (Α) [άσεπτος] ασεβώ … Dictionary of Greek
εναλιταίνω — ἐναλιταίνω (Α) ασεβώ, αμαρτάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
θεοβλαβώ — θεοβλαβῶ, έω (Α) [θεοβλαβής] 1. ασεβώ προς τους θεούς 2. είμαι θεοβλαβής* … Dictionary of Greek
λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ … Dictionary of Greek